- περιτύλιξη
- η1. η πράξη του περιτυλίγω.2. το περικάλυμμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιτύλιξη — η, Ν η ενέργεια τού περιτυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτυλίσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
ενέλιξη — Στην προβολική γεωμετρία ε. ονομάζεται κάθε μη ταυτοτική προβολικότητα μεταξύ σχηματισμών α’ βαθμίδας και με τον ίδιο φορέα, που συμπίπτει με την αντίστροφή της. Αν μία προβολικότητα έχει ένα ενελικτικό ζεύγος, τότε είναι μία ε. Η ε. σημειοσειράς … Dictionary of Greek
ενείληση — η (Α ἐνείλησις) συστροφή, περιτύλιξη … Dictionary of Greek
θηλύκωμα — το [θηλυκώνω] 1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων τού ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα 2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών τού άκρου τής μιας σε αντίστοιχα… … Dictionary of Greek
καλάμισμα — το [καλαμίζω] η περιτύλιξη τού νήματος σε καλάμια, δηλ. μασούρια, το μασούρισμα … Dictionary of Greek
κατείλησις — κατείλησις, ἡ (Α) [κατειλώ] 1. συσσώρευση, συμπύκνωση, συμπίεση 2. περιτύλιξη, περιέλιξη, συστροφή … Dictionary of Greek
κελλοφάνη — η χημ. φύλλα ενυδατωμένης κυτταρίνης* που χρησιμεύουν για την περιτύλιξη τροφίμων κ.ά. αντικειμένων, κν. σελλοφάν. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cellophane < cell (o) (<… … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek